- ἀράδου
- ἄραδοςdisturbancemasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μάραθος — I Αρχαία πόλη της νότιας Φοινίκης. Βρισκόταν στην ακτή της Συρίας και κοντά στο νησί Άραδος, από το οποίο και ήταν άμεσα εξαρτημένη για μεγάλο χρονικό διάστημα. Την κατέλαβε ο Μέγας Αλέξανδρος και τη χρησιμοποίησε ως ορμητήριο για την καθυπόταξη… … Dictionary of Greek
Στράτων — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αρχαίος φιλόσοφος από τη Λάμψακο, γιος του Αρκεσίλαου, που άκμασε κατά τον 3o αι. π.Χ. Ο Σ. επιδόθηκε, παράλληλα με τη φιλοσοφία, και με τη μελέτη της φυσικής. Ο Σ. ήταν μαθητής του φιλόσοφου Θεόφραστου, τον οποίο… … Dictionary of Greek